εξαερίζω — και ξαερίζω (Α ἐξαερίζω) νεοελλ. διώχνω τον αέρα ή άλλο αέριο από κλειστό χώρο («εξαερίζω μηχανή») αρχ. μεταβάλλω σε αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. εξαερίζω < εξ + αερίζω. Το νεοελλ. είναι απόδοση στα Ελλ. τού γαλλ. purger d air (la machine) και… … Dictionary of Greek
εξαερίζω — εξαέρισα, εξαερίστηκα, εξαερισμένος, μτβ., βγάζω από κάποιο κλειστό χώρο τον αέρα ή το αέριο, αερίζω κάποιο χώρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαεριζόμενον — ἐξαερίζω pres part mp masc acc sg ἐξαερίζω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαερώνω — εξαερώνω, εξαέρωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: εξαερίζω – εξαερώνω : η έννοια των δύο ρημάτων είναι διαφορετική εξαερίζω → ανανεώνω τον αέρα (δωματίου κτλ.) – εξαερώνω μεταβάλλω σε αέρα ή αέριο, ή αφαιρώ τον αέρα (από σωλήνα κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
εξαερισμός — ο [εξαερίζω] αποβολή αέρα ή άλλου αερίου από κλειστό χώρο («εξαερισμός τής μηχανής») … Dictionary of Greek
εξαεριστήρας — Συσκευή που χρησιμοποιείται είτε για να δημιουργεί τεχνητή κίνηση του αέρα ή άλλων αερίων, είτε για τη μεταφορά στερεών υλών που έχουν κονιοποιηθεί (πριονίδια, αιθάλη κλπ.). Αποτελείται από έναν κινητήρα, έναν περιστρεφόμενο μηχανισμό στερεωμένο… … Dictionary of Greek
ξαερίζω — βλ. εξαερίζω … Dictionary of Greek